Ανδρέας Κάλβος (Andreas Kalvos)
a
Diejenigen die die Kupferhand
schwer der Angst fühlen,
das Joch der Sklaverei sollen sie behalten;
Tugend und Mut will
die Freiheit
Diejenigen die die Kupferhand
schwer der Angst fühlen,
das Joch der Sklaverei sollen sie behalten;
Tugend und Mut will
die Freiheit
DIE LYRISCHEN
Von Andreas Kalvos. Verlegt in Paris in 1826
Lied viertes AUF SAMOS (Abschnitt)
ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ
Tου Ανδρέα Κάλβου. Εκδόθηκε στο Παρίσι το 1826.
Ωδή τετάρτη ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ (απόσπασμα)
Von Andreas Kalvos. Verlegt in Paris in 1826
Lied viertes AUF SAMOS (Abschnitt)
α'
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ
Tου Ανδρέα Κάλβου. Εκδόθηκε στο Παρίσι το 1826.
Ωδή τετάρτη ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ (απόσπασμα)
Richards flat in Düsseldorf. Tuesday, November 27, 2007
Εξαιτίας της συγκυρίας άσχετων κατά βάθος μεταξύ των συμβάντων της προηγούμενης βδομάδας και των τελευταίων ημερών, ξανασυνάντησα ένα ποιητή που λίγο γνωρίζω. Είναι απ’ αυτές τις συγκυρίες που εύκολα ονομάζονται πολλές φορές συμπτώσεις. Αλλά η μόνη σύμπτωση είμαι εγώ ο ίδιος που οδηγώ τα συμβάντα να συμβαίνουν γύρω μου και να τα αντιλαμβάνομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν συνοχή την οποία εκ των υστέρων θαυμάζω κι απορώ σαν σύμπτωση! Θέλω να πω ότι αν υπάρχει μια σύμπτωση, τότε πρόκειται για την συγκυρία των παράλληλων και διαδοχικών συμβάντων που διαλέγω να αντιληφθώ και να συμπέσουν σ’ εμένα. «Να υποπέσουν στην αντίληψή μου» που λέγανε παλιότερα...
Εννοώ φυσικά τον Ανδρέα Κάλβο. Αυτό που κυρίως γνώριζα από πολλά χρόνια τώρα ήταν οι παραπάνω γνωστοί στοίχοι. Ομολογώ ότι μόνο μέσα από αυτή τη μισή αποσπασματική γνώση τέτοιων λίγων στίχων, έφτανε αυτό για να ανεβαίνει η δύναμη τους κάθε τόσο και να με απασχολούν. Κάτι σημαντικό, δυνατό και στρόγγυλο κρύβονταν σαν φανερωμένο μυστικό στα λόγια του ποιητή και μπορούσε να δίνει υλικό για σκέψη και συζήτηση για πολλές στιγμές και για πολλά χρόνια. Όπως συμβαίνει συνήθως δηλαδή με τα ποιήματα.
Το σημαντικό όταν μαθαίνω περισσότερα γι αυτόν το ποιητή μετατοπίζεται τελευταία από την «αρετή» και την «τόλμη». Μετατοπίζεται στην όρεξη για χαρά. Ο ποιητής μέσα από τις συγκυρίες της προσωπικής του βιογραφίας και τις συγκυρίες της ιστορίας μέσα στις οποίες τυχαίνει να τον ρίξει η ζωή, διαλέγει να θέσει ακόμη και την τέχνη του, την ποιητική δημιουργία στην υπηρεσία του αγώνα. Έτσι δικαιολογείται και η θεματολογία που επιλέγει και η αυστηρότητα της φωνής του και του ύφους που βγαίνει από τη γλώσσα του. Το καταπληκτικό είναι ότι άλλοι ποιητές πολύ αργότερα στον εικοστό αιώνα ανακαλύπτουν και τραβούν στην επιφάνεια τον νέο υγιή άνθρωπο που έχει όρεξη για χαρά και ζωή και ομορφιά. Παραθέτω πως μιλάει γι’ αυτόν και τι διαλέγει ο Οδυσσέας Ελύτης:
Αυτός ο ζωντανός έφηβος με την αμίαντη δροσιά της ψυχής του στυλώνει πάντοτε, από το Λιβόρνο όπου βρίσκεται, τα ορθάνοιχτα και αχόρταγα μάτια του
«επί το μέγα πρόσωπον της γής πολυβοτάνου, ‘κει οπού τα δάκρυα της νυκτός γίνονται κρίνοι, ‘κει οπού ο Ήλιος φαίνεται εις τον ορίζοντα ωσάν χαράς ιδέα και τα πολλά νησιά δείχνει του Αιγαίου».
Θα μπορούσε, στ’ αλήθεια, να κάνει εκεί μια ζωή ελεύθερη, επάνω στα ευτυχισμένα χώματα, μέσα σε πλούσια περιβόλια, μαζί με «κοράσια οπ’ είχαν ψυχήν ‘σαν φλόγα, χείλη ‘σαν δροσισμένα ρόδα, λαιμόν σαν γάλα». Ή, ακόμα, ύστερα από κάποιο μεγαλόπρεπο δείλι, «όταν το εσπέριον άστρον ο ουρανός ανάπτη», θα μπορούσε να δοκιμάσει την απροσδιόριστη – τόσο γλυκιά και τόσο πικρή μαζί – γεύση της νεότητας, ν’ αναζητήσει μέσα στα «γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών θαλάσσια ξύλα το σώμα και το στήθος των λαμπρών Ζακυνθίων, άνθος παρθένων». Να γείρει πίσω το κεφάλι του ευτυχισμένος ενώ μέσ’ από τη μεγάλη καρδιά της θάλασσας θα ‘φτανε, από πολύ μακριά, «των πλεόντων το έϊα μάλα». Θα μπορούσε... Γι’ αυτό και με κόπο συγκρατεί μια κραυγή που έπνιγε από καιρό τα στήθη του:
«Α! μόνον ας ζήση ο άνθρωπος, ότι είναι η γη παράδεισος, και η ζωή μία».
Εννοώ φυσικά τον Ανδρέα Κάλβο. Αυτό που κυρίως γνώριζα από πολλά χρόνια τώρα ήταν οι παραπάνω γνωστοί στοίχοι. Ομολογώ ότι μόνο μέσα από αυτή τη μισή αποσπασματική γνώση τέτοιων λίγων στίχων, έφτανε αυτό για να ανεβαίνει η δύναμη τους κάθε τόσο και να με απασχολούν. Κάτι σημαντικό, δυνατό και στρόγγυλο κρύβονταν σαν φανερωμένο μυστικό στα λόγια του ποιητή και μπορούσε να δίνει υλικό για σκέψη και συζήτηση για πολλές στιγμές και για πολλά χρόνια. Όπως συμβαίνει συνήθως δηλαδή με τα ποιήματα.
Το σημαντικό όταν μαθαίνω περισσότερα γι αυτόν το ποιητή μετατοπίζεται τελευταία από την «αρετή» και την «τόλμη». Μετατοπίζεται στην όρεξη για χαρά. Ο ποιητής μέσα από τις συγκυρίες της προσωπικής του βιογραφίας και τις συγκυρίες της ιστορίας μέσα στις οποίες τυχαίνει να τον ρίξει η ζωή, διαλέγει να θέσει ακόμη και την τέχνη του, την ποιητική δημιουργία στην υπηρεσία του αγώνα. Έτσι δικαιολογείται και η θεματολογία που επιλέγει και η αυστηρότητα της φωνής του και του ύφους που βγαίνει από τη γλώσσα του. Το καταπληκτικό είναι ότι άλλοι ποιητές πολύ αργότερα στον εικοστό αιώνα ανακαλύπτουν και τραβούν στην επιφάνεια τον νέο υγιή άνθρωπο που έχει όρεξη για χαρά και ζωή και ομορφιά. Παραθέτω πως μιλάει γι’ αυτόν και τι διαλέγει ο Οδυσσέας Ελύτης:
Αυτός ο ζωντανός έφηβος με την αμίαντη δροσιά της ψυχής του στυλώνει πάντοτε, από το Λιβόρνο όπου βρίσκεται, τα ορθάνοιχτα και αχόρταγα μάτια του
«επί το μέγα πρόσωπον της γής πολυβοτάνου, ‘κει οπού τα δάκρυα της νυκτός γίνονται κρίνοι, ‘κει οπού ο Ήλιος φαίνεται εις τον ορίζοντα ωσάν χαράς ιδέα και τα πολλά νησιά δείχνει του Αιγαίου».
Θα μπορούσε, στ’ αλήθεια, να κάνει εκεί μια ζωή ελεύθερη, επάνω στα ευτυχισμένα χώματα, μέσα σε πλούσια περιβόλια, μαζί με «κοράσια οπ’ είχαν ψυχήν ‘σαν φλόγα, χείλη ‘σαν δροσισμένα ρόδα, λαιμόν σαν γάλα». Ή, ακόμα, ύστερα από κάποιο μεγαλόπρεπο δείλι, «όταν το εσπέριον άστρον ο ουρανός ανάπτη», θα μπορούσε να δοκιμάσει την απροσδιόριστη – τόσο γλυκιά και τόσο πικρή μαζί – γεύση της νεότητας, ν’ αναζητήσει μέσα στα «γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών θαλάσσια ξύλα το σώμα και το στήθος των λαμπρών Ζακυνθίων, άνθος παρθένων». Να γείρει πίσω το κεφάλι του ευτυχισμένος ενώ μέσ’ από τη μεγάλη καρδιά της θάλασσας θα ‘φτανε, από πολύ μακριά, «των πλεόντων το έϊα μάλα». Θα μπορούσε... Γι’ αυτό και με κόπο συγκρατεί μια κραυγή που έπνιγε από καιρό τα στήθη του:
«Α! μόνον ας ζήση ο άνθρωπος, ότι είναι η γη παράδεισος, και η ζωή μία».
Richards flat in Düsseldorf. Tuesday, November 27, 2007
This view in Google Maps >>
Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυόμενον μέτωπον
της οικουμένης […]
Όπου τρέμουσιν άπειρα
τα φώτα της νυκτός,
εκεί υψηλά πλατύνεται
ο γαλαξίας και χύνει
δρόσου σταγόνας.
This view in Google Maps >>
Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυόμενον μέτωπον
της οικουμένης […]
Όπου τρέμουσιν άπειρα
τα φώτα της νυκτός,
εκεί υψηλά πλατύνεται
ο γαλαξίας και χύνει
δρόσου σταγόνας.
0 Comments:
Post a Comment
Subscribe to Post Comments [Atom]
<< Home